πρόσστασις

πρόσστασις
πρόσστᾰσις, εως, ,
A adhesion, Hp.Loc.Hom.13 (written προστ-): pl., in concrete sense, things which touch the tongue, Id.Epid.6.5.10 (written προστ-).
II in [dialect] Dor. forms ποίστασις, ποτίστασις (qq. v.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρόσστασις — άσεως, ἡ, Α [προσίστημι] 1. προσκόλληση 2. (ιδίως στον πληθ.) αἱ προσστάσεις όσα προσκολλώνται στη γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • πρόστασις — άσεως, ἡ, Α [προΐστημι] 1. επιδεικτική εξωτερική μεγαλοπρέπεια, επίπλαστη δόξα 2. η προστάς* 3. (δ. γρφ.) η πρόσστασις* 4. φρ. «πρόστασις ἡ πρὸς τοῡ θυρώματος» το προστομιαίο(ν) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”